ἐγκάρδια — ἐγκάρδιος in the heart neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συνεννόηση εγκάρδια — (Entente cordial). Γενικός όρος που αναφέρεται στις διάφορες συμφωνίες που συνομολογήθηκαν στις 8 Απριλίου 1904 μεταξύ Γαλλίας και Μ. Βρετανίας και οι οποίες συντείναν στο να βρεθούν οι δύο δυνάμεις σύμμαχοι στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο. Βλ. λ.… … Dictionary of Greek
εγκάρδιος — α, ο (AM ἐγκάρδιος, ον) αυτός που υπάρχει στην καρδιά ή προέρχεται από αυτήν, αληθινός, ειλικρινής («εγκάρδια συγχαρητήρια») μσν. (για αδερφό) γνήσιος αρχ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκάρδια αυτά που βρίσκονται μέσα στην καρδιά, τα απόκρυφα … Dictionary of Greek
έκθυμος — η, ο (AM ἔκθυμος, ον) Ι. αυτός που προέρχεται από ζωηρή προθυμία, εγκάρδιος («ἐκθυμος αποδοχή») αρχ. εκτός εαυτού, μανιώδης II. επίρρ. εκθύμως (AM ἐκθύμως) ολόψυχα, εγκάρδια («αποδέχομαι εκθύμως την πρόσκληση») αρχ. 1. υπερβολικά, με εμπάθεια 2.… … Dictionary of Greek
ένθυμος — ἔνθυμος, ον (Α) [θυμός] εμψυχωμένος, θαρραλέος, ζωηρός, σφριγηλός. επίρρ... ἐνθύμως πρόθυμα, εγκάρδια … Dictionary of Greek
ακριβοχαιρετώ — χαιρετώ εγκάρδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + χαιρετώ] … Dictionary of Greek
ενδυκέως — ἐνδυκέως (Α) επίρρ. 1. με επιμέλεια, πρόθυμα, εγκάρδια 2. σταθερά 3. άπληστα, με βουλιμία («ἐνδυκέως κρέα τ ἤσθιε, πῑνέ τε οἶνον») … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κατακάρδιος — κατακάρδιος, ον (AM) αυτός που βρίσκεται στην καρδιά («κατακάρδιος πληγή») μσν. 1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κατακάρδια εγκάρδια 2. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ κατακάρδιον κλάδος τής μουριάς στραμμένος προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από… … Dictionary of Greek
λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 … Dictionary of Greek
ολόκαρδος — η, ο αυτός που δίνεται με όλη την καρδιά, ολόψυχος, εγκάρδιος. επίρρ... ολόκαρδα εγκάρδια, ολόψυχα … Dictionary of Greek